Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δραμεῖν
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δραμοῦμαι
δρανεῖς
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δράπανον
δραπενίδες
δραπεταγωγός
δραπετεία
δραπέτευμα
δραπετεύω
δραπέτης
View word page
δρανεῖς
δρανεῖς·
δραστικοί,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρανεῖς
Headword (normalized):
δρανεῖς
Headword (normalized/stripped):
δρανεις
IDX:
28314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28315
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρανεῖς·</span> <span class="foreign greek">δραστικοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}