Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δραμεῖν
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δραμοῦμαι
δρανεῖς
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δράπανον
δραπενίδες
δραπεταγωγός
δραπετεία
δραπέτευμα
δραπετεύω
View word page
δραμοῦμαι
δρᾰμοῦμαι,
A). v. τρέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δραμοῦμαι
Headword (normalized):
δραμοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
δραμουμαι
IDX:
28313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28314
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρᾰμοῦμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέχω.</span> </div> </div><br><br>'}