Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρᾶμα
δραματικός
δραμάτιον
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δραμεῖν
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δραμοῦμαι
δρανεῖς
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δράπανον
View word page
δραμεῖν
δρᾰμεῖν,
A). v. τρέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δραμεῖν
Headword (normalized):
δραμεῖν
Headword (normalized/stripped):
δραμειν
IDX:
28308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρᾰμεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέχω.</span> </div> </div><br><br>'}