Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρακών1
δράκων2
δράλαινα
δρᾶμα
δραματικός
δραμάτιον
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δραμεῖν
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δραμοῦμαι
δρανεῖς
δρᾶνος
View word page
δραματούργημα
δρᾱμᾰτούργ-ημα, ατος, τό,
A). dramatic composition, Id.


ShortDef

dramatic composition

Debugging

Headword:
δραματούργημα
Headword (normalized):
δραματούργημα
Headword (normalized/stripped):
δραματουργημα
IDX:
28305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρᾱμᾰτούργ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dramatic composition,</span> Id.</div> </div><br><br>'}