Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραvεός
δραθεῖν
δραίνω
δραιόν
δράκαινα
δρακαινίς
δράκαυλος
δρακείς
δρακίζω
δράκις
δρακιστής
δρακονθόμιλος
View word page
δραθεῖν
δραθεῖν,
A). v. δαρθάνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δραθεῖν
Headword (normalized):
δραθεῖν
Headword (normalized/stripped):
δραθειν
IDX:
28256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραθεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δαρθάνω.</span> </div> </div><br><br>'}