Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δραγκάζειν
δράγλη
δράγμα
δραγμᾶναι
δραγματεύω
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραvεός
δραθεῖν
δραίνω
δραιόν
δράκαινα
δρακαινίς
View word page
δραγματολόγος
δραγμᾰτο-λόγος, ον,
A). gleaning, Hsch.


ShortDef

gleaning

Debugging

Headword:
δραγματολόγος
Headword (normalized):
δραγματολόγος
Headword (normalized/stripped):
δραγματολογος
IDX:
28250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραγμᾰτο-λόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gleaning,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}