Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δράγδην
δραγκάζειν
δράγλη
δράγμα
δραγμᾶναι
δραγματεύω
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραvεός
δραθεῖν
δραίνω
δραιόν
δράκαινα
View word page
δραγματοκλεπτέω
δραγμᾰτο-κλεπτέω,
A). steal sheaves, PPetr. 3p.60 (iii B. C.).


ShortDef

steal sheaves

Debugging

Headword:
δραγματοκλεπτέω
Headword (normalized):
δραγματοκλεπτέω
Headword (normalized/stripped):
δραγματοκλεπτεω
IDX:
28249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραγμᾰτο-κλεπτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">steal sheaves,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 3p.60 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}