Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόκορσοι
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δραγκάζειν
δράγλη
δράγμα
δραγμᾶναι
δραγματεύω
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
View word page
δραγκάζειν
δραγκάζειν·
κρύπτειν,
Hsch.
δραγκαλακτᾶν·
βριμοῦσθαι,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δραγκάζειν
Headword (normalized):
δραγκάζειν
Headword (normalized/stripped):
δραγκαζειν
IDX:
28240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28241
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραγκάζειν·</span> <span class="foreign greek">κρύπτειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δραγκαλακτᾶν·</span> <span class="foreign greek">βριμοῦσθαι,</span> Id.</div><br><br>'}