Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμαϊκός
δοχμαλόν
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόκορσοι
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δραγκάζειν
δράγλη
δράγμα
View word page
δοχμόκορσοι
δοχμό-κορσοι·
πλαγιοχαῖται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δοχμόκορσοι
Headword (normalized):
δοχμόκορσοι
Headword (normalized/stripped):
δοχμοκορσοι
IDX:
28232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28233
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοχμό-κορσοι·</span> <span class="foreign greek">πλαγιοχαῖται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}