Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουροδόκος
δουρομανής
δουροπαγής
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμαϊκός
δοχμαλόν
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόκορσοι
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
View word page
δοχμαλόν
δοχμαλόν· χαμαίζηλον, ταπεινόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοχμαλόν
Headword (normalized):
δοχμαλόν
Headword (normalized/stripped):
δοχμαλον
IDX:
28228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοχμαλόν·</span> <span class="foreign greek">χαμαίζηλον, ταπεινόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}