Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουρομανής
δουροπαγής
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμαϊκός
δοχμαλόν
δοχμή
View word page
δουρομανής
δουρο-μᾰνής
,
ές
, poet. for
A).
δοριμανής, πόλεμος
AP
9.553
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δουρομανής
Headword (normalized):
δουρομανής
Headword (normalized/stripped):
δουρομανης
IDX:
28219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28220
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρο-μᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, poet. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δοριμανής, πόλεμος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.553 </span> .</div> </div><br><br>'}