Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουρομανής
δουροπαγής
δουροτόμος
δοχαῖος
View word page
δουρικμής
δουρι-κμής, δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for δορι-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρικμής
Headword (normalized):
δουρικμής
Headword (normalized/stripped):
δουρικμης
IDX:
28212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρι-κμής</span>, <span class="orth greek">δουρί-κτητος</span>, <span class="orth greek">δουρί-ληπτος</span>, <span class="orth greek">δουρι-μανής</span>, <span class="orth greek">δουρί-μαχος</span>, Ion. for <span class="foreign greek">δορι-.</span> </div><br><br>'}