Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουρομανής
View word page
δουριβαρής
δουρῐ-βᾰρής
κάματος
burden
A).
of a heavy spear,
Wien.Stud.
25.3
(Crete).
ShortDef
of a heavy spear
Debugging
Headword:
δουριβαρής
Headword (normalized):
δουριβαρής
Headword (normalized/stripped):
δουριβαρης
IDX:
28209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28210
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρῐ-βᾰρής</span> <span class="foreign greek">κάματος</span> burden <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a heavy spear,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Wien.Stud.</span> 25.3 </span> (Crete).</div> </div><br><br>'}