Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
View word page
δουριάλωτος
δουρῐ-άλωτος, ον, Ion. for δοριάλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουριάλωτος
Headword (normalized):
δουριάλωτος
Headword (normalized/stripped):
δουριαλωτος
IDX:
28208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρῐ-άλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">δοριάλ-.</span> </div><br><br>'}