Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
View word page
δουριαλής
δουρῐ-ᾰλής
(
-άλης
cod.)
· αἰχμάλωτος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δουριαλής
Headword (normalized):
δουριαλής
Headword (normalized/stripped):
δουριαλης
IDX:
28207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28208
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρῐ-ᾰλής</span> (<span class="foreign greek">-άλης</span> cod.)<span class="foreign greek">· αἰχμάλωτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}