Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δουλωτικός
δοῦναξ
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
δουρίπηκτος
δουριτυπής
View word page
δουρεμηκές
δουρεμηκές·
δόρατος μῆκος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δουρεμηκές
Headword (normalized):
δουρεμηκές
Headword (normalized/stripped):
δουρεμηκες
IDX:
28205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28206
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρεμηκές·</span> <span class="foreign greek">δόρατος μῆκος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}