Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δοῦναξ
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
δουριαλής
δουριάλωτος
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δούριος
View word page
δουρατόγλυφος
δουρᾰτόγλῠφος, ον,
A). carved from wood, Lyc. 361 .


ShortDef

carved from wood

Debugging

Headword:
δουρατόγλυφος
Headword (normalized):
δουρατόγλυφος
Headword (normalized/stripped):
δουρατογλυφος
IDX:
28203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουρᾰτόγλῠφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carved from wood,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 361 </span>.</div> </div><br><br>'}