Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος
δουλόσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόψυχος
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δοῦναξ
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρεμηκές
δουρηνεκής
View word page
δοῦναξ
δοῦναξ, δουνακόεις, poet. for δον-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοῦναξ
Headword (normalized):
δοῦναξ
Headword (normalized/stripped):
δουναξ
IDX:
28196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοῦναξ</span>, <span class="orth greek">δουνακόεις</span>, poet. for <span class="foreign greek">δον-.</span> </div><br><br>'}