Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος
δουλόσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόψυχος
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δοῦναξ
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δοῦρας
δουράτεος
View word page
δουλόψυχος
δουλό-ψῡχος, ον, = foreg., Ptol. Tetr. 66 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλόψυχος
Headword (normalized):
δουλόψυχος
Headword (normalized/stripped):
δουλοψυχος
IDX:
28192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλό-ψῡχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:66" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:66/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 66 </a>.</div><br><br>'}