Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος
δουλόσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόψυχος
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δοῦναξ
δούξ
δουπέω
View word page
δοῦλος
δοῦλος
(B)
· ἡ οἰκία ἢ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν,
Hsch.
; cf.
δωλοδομεῖς, δωλέννετος.
ShortDef
slave
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δοῦλος
Headword (normalized):
δοῦλος
Headword (normalized/stripped):
δουλος
IDX:
28188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28189
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοῦλος</span> (B)<span class="foreign greek">· ἡ οἰκία ἢ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δωλοδομεῖς, δωλέννετος.</span> </div><br><br>'}