Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος
δουλόσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόψυχος
View word page
δουλοποιέω
δουλο-ποιέω,
A). enslave, Herm. ap. Stob. 1.49.45 .


ShortDef

enslave

Debugging

Headword:
δουλοποιέω
Headword (normalized):
δουλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δουλοποιεω
IDX:
28182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28183
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enslave,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.45 </span>.</div> </div><br><br>'}