Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλιχόεις
δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος
δουλόσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
View word page
δουλομιξία
δουλο-μιξία, ,
A). consorting with slaves, ib. 467 .


ShortDef

consorting with slaves

Debugging

Headword:
δουλομιξία
Headword (normalized):
δουλομιξία
Headword (normalized/stripped):
δουλομιξια
IDX:
28181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλο-μιξία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consorting with slaves,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:467" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:467/canonical-url/"> 467 </a>.</div> </div><br><br>'}