Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
δουλίς
δουλιχόδειρος
δουλιχόεις
δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
View word page
δουλοκοίτης
δουλο-κοίτης, ου, ,
A). consorting with slaves, Paul.Al. O. 2 .


ShortDef

consorting with slaves

Debugging

Headword:
δουλοκοίτης
Headword (normalized):
δουλοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
δουλοκοιτης
IDX:
28176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλο-κοίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consorting with slaves,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}