Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
δουλίς
δουλιχόδειρος
δουλιχόεις
δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
View word page
δουλογάμος
δουλο-γάμος [ᾰ],
A). = δουλομίκτης , Cat.Cod.Astr. 8(4).127 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλογάμος
Headword (normalized):
δουλογάμος
Headword (normalized/stripped):
δουλογαμος
IDX:
28173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλο-γάμος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δουλομίκτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).127 </span>.</div> </div><br><br>'}