Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
δουλίς
δουλιχόδειρος
δουλιχόεις
δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
View word page
δουλιχόδειρος
δουλῐχό-δειρος, ον, Ion. for δολιχόδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλιχόδειρος
Headword (normalized):
δουλιχόδειρος
Headword (normalized/stripped):
δουλιχοδειρος
IDX:
28170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλῐχό-δειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">δολιχόδ-.</span> </div><br><br>'}