Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
δουλίς
δουλιχόδειρος
δουλιχόεις
δουλόβοτος
δουλογάμος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
View word page
δουλίδιον
δουλ-ίδιον, τό, Dim. of δουλίς, Hsch.
A). s.v. θεράπνιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλίδιον
Headword (normalized):
δουλίδιον
Headword (normalized/stripped):
δουλιδιον
IDX:
28166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δουλίς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">θεράπνιον.</span> </div> </div><br><br>'}