Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
δουλίς
δουλιχόδειρος
δουλιχόεις
δουλόβοτος
View word page
δουλευτός
δουλ-ευτός
,
ή
,
όν
,
A).
servile,
Al.
Le.
23.7
.
ShortDef
servile
Debugging
Headword:
δουλευτός
Headword (normalized):
δουλευτός
Headword (normalized/stripped):
δουλευτος
IDX:
28162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28163
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλ-ευτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">servile,</span> Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 23.7 </span>.</div> </div><br><br>'}