Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
δούλιος
View word page
δούλεος
δούλ-εος, α, ον, poet. for
A). δούλειος, δ. δεσμὰ γυναικῶν A.R. Fr. 12.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δούλεος
Headword (normalized):
δούλεος
Headword (normalized/stripped):
δουλεος
IDX:
28158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δούλ-εος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δούλειος, δ. δεσμὰ γυναικῶν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 12.13 </span> .</div> </div><br><br>'}