Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δουλία
δουλίδιον
δουλικός
View word page
δουλελεύθερος
δουλ-ελεύθερος, ,
A). freedman, Vett.Val. 7.8 , al.


ShortDef

freedman

Debugging

Headword:
δουλελεύθερος
Headword (normalized):
δουλελεύθερος
Headword (normalized/stripped):
δουλελευθερος
IDX:
28157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλ-ελεύθερος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">freedman,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:7:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:7.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 7.8 </a>, al.</div> </div><br><br>'}