Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δότης
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
View word page
δουλαγωγός
δουλᾰγωγ-ός, όν,
A). enslaving, δ. θηρίον ἡ ἡδονή Plu. Volupt.Fr. 2 .


ShortDef

enslaving

Debugging

Headword:
δουλαγωγός
Headword (normalized):
δουλαγωγός
Headword (normalized/stripped):
δουλαγωγος
IDX:
28151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουλᾰγωγ-ός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enslaving,</span> <span class="quote greek">δ. θηρίον ἡ ἡδονή</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Volupt.Fr.</span> 2 </span> .</div> </div><br><br>'}