Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δόσις
δόσκον
δοσοληψία
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δότης
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλεος
View word page
δουκικός
δουκικός
,
ή
,
όν
, = Lat.
A).
ducianus,
Just.
Edict.
13.2
.
ShortDef
ducianus
Debugging
Headword:
δουκικός
Headword (normalized):
δουκικός
Headword (normalized/stripped):
δουκικος
IDX:
28148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28149
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δουκικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ducianus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Just.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.</span> 13.2 </span>.</div> </div><br><br>'}