Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορχελοί
δορώσιμος
δόρωσις
δός
δοσείδιον
δοσείω
δοσίδικος
δόσιμος
δοσίπυγος
δόσις
δόσκον
δοσοληψία
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δότης
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
View word page
δόσκον
δόσκον, Ep. iterative of δίδωμι (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δόσκον
Headword (normalized):
δόσκον
Headword (normalized/stripped):
δοσκον
IDX:
28139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δόσκον</span>, Ep. iterative of <span class="foreign greek">δίδωμι</span> (q. v.).</div><br><br>'}