Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορυφία
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορύφορος
δορχελοί
δορώσιμος
δόρωσις
δός
δοσείδιον
δοσείω
δοσίδικος
δόσιμος
δοσίπυγος
δόσις
δόσκον
δοσοληψία
δότειρα
View word page
δόρωσις
δόρ-ωσις, εως, ,
A). plastering, ibid.


ShortDef

plastering

Debugging

Headword:
δόρωσις
Headword (normalized):
δόρωσις
Headword (normalized/stripped):
δορωσις
IDX:
28131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δόρ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plastering,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}