Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφία
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορύφορος
δορχελοί
δορώσιμος
δόρωσις
δός
δοσείδιον
δοσείω
δοσίδικος
δόσιμος
δοσίπυγος
δόσις
δόσκον
View word page
δορχελοί
δορχελοί· ἀστράγαλοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορχελοί
Headword (normalized):
δορχελοί
Headword (normalized/stripped):
δορχελοι
IDX:
28129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορχελοί·</span> <span class="foreign greek">ἀστράγαλοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}