Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δορύκρανος
δορύλλιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσθενής
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφία
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορύφορος
δορχελοί
δορώσιμος
δόρωσις
View word page
δορυφία
δορυφία·
καρποφορία ἀγαθή,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δορυφία
Headword (normalized):
δορυφία
Headword (normalized/stripped):
δορυφια
IDX:
28121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28122
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορυφία·</span> <span class="foreign greek">καρποφορία ἀγαθή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}