αἰψηρός
αἰψηρός, ά, όν,(αἶψα)
A). quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, ; 4.103 λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, , 19.276 ; 2.257 Ζεφύρου αἰ. πνοαί Parth. 2.17 ; πούς . Adv. 515 -ῶς ap. Lex. s.v. αἶψα. —Notin Trag.