Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορυκέντειρα
δορυκνίδιον
δορύκνιον
δορύκρανος
δορύλλιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσθενής
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφία
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορύφορος
View word page
δορυσθενής
δορυσθενής,
A). v. δορι-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορυσθενής
Headword (normalized):
δορυσθενής
Headword (normalized/stripped):
δορυσθενης
IDX:
28118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορυσθενής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δορι-.</span> </div> </div><br><br>'}