Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορύαλλος
δορυάλωτος
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυθαρσής
δορύκαι
δορυκέντειρα
δορυκνίδιον
δορύκνιον
δορύκρανος
δορύλλιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσθενής
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφία
View word page
δορύκρανος
δορύκρᾱνος, δορύκτητος, δορύμᾰχος,
A). v. δορι-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορύκρανος
Headword (normalized):
δορύκρανος
Headword (normalized/stripped):
δορυκρανος
IDX:
28111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορύκρᾱνος</span>, <span class="orth greek">δορύκτητος</span>, <span class="orth greek">δορύμᾰχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δορι-.</span> </div> </div><br><br>'}