Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δόρπον
δόρπος
δορποφόρος
δόρυ
δορύαλλος
δορυάλωτος
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυθαρσής
δορύκαι
δορυκέντειρα
δορυκνίδιον
δορύκνιον
δορύκρανος
δορύλλιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
View word page
δορύκαι
δορύκαι·
δουροδόκαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δορύκαι
Headword (normalized):
δορύκαι
Headword (normalized/stripped):
δορυκαι
IDX:
28107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28108
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορύκαι·</span> <span class="foreign greek">δουροδόκαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}