Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δόρπος
δορποφόρος
δόρυ
δορύαλλος
δορυάλωτος
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυθαρσής
δορύκαι
δορυκέντειρα
δορυκνίδιον
δορύκνιον
δορύκρανος
View word page
δορύαλλος
δορύαλλος,
A). = δορίαλλος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορύαλλος
Headword (normalized):
δορύαλλος
Headword (normalized/stripped):
δορυαλλος
IDX:
28101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28102
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορύαλλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δορίαλλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}