Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκάζω
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
View word page
δορίτολμος
δορί-τολμος, ον,
A). bold in war, APl. 4.46 .


ShortDef

bold in war

Debugging

Headword:
δορίτολμος
Headword (normalized):
δορίτολμος
Headword (normalized/stripped):
δοριτολμος
IDX:
28078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορί-τολμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bold in war,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.46 </span>.</div> </div><br><br>'}