Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκάζω
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
View word page
δοριστέφανος
δορι-στέφᾰνος, ον,
A). crowned for bravery, Σπάρτα ib. 596 .


ShortDef

crowned for bravery

Debugging

Headword:
δοριστέφανος
Headword (normalized):
δοριστέφανος
Headword (normalized/stripped):
δοριστεφανος
IDX:
28075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορι-στέφᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowned for bravery,</span> <span class="foreign greek">Σπάρτα</span> ib.<span class="bibl"> 596 </span>.</div> </div><br><br>'}