Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δοριθρασής
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
View word page
δορίκτυπος
δορῐ/-κτῠπος, ον,
A). spear-clashing, Pi. N. 3.60 .


ShortDef

spear-clashing

Debugging

Headword:
δορίκτυπος
Headword (normalized):
δορίκτυπος
Headword (normalized/stripped):
δορικτυπος
IDX:
28061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορῐ/-κτῠπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spear-clashing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3:60" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3.60/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 3.60 </a>.</div> </div><br><br>'}