Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δορατομαχέω
δορατοξόος
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δοριθρασής
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
View word page
δορίδμητος
δορῐ/-δμητος, ον,
A). subdued by the spear, Sammelb. 5829.6 .


ShortDef

subdued by the spear

Debugging

Headword:
δορίδμητος
Headword (normalized):
δορίδμητος
Headword (normalized/stripped):
δοριδμητος
IDX:
28053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορῐ/-δμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subdued by the spear,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 5829.6 </span>.</div> </div><br><br>'}