Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοξόος
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δοριθρασής
δορικανής
δορικμής
δορικός
View word page
δορήϊος
δορήϊος, α, ον,(δόρυ)
A). wooden, AP 15.14 (Theophanes).


ShortDef

wooden

Debugging

Headword:
δορήϊος
Headword (normalized):
δορήϊος
Headword (normalized/stripped):
δορηιος
IDX:
28048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορήϊος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">δόρυ</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wooden,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 15.14 </span> (Theophanes).</div> </div><br><br>'}