Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά1
δορά2
δοράζει
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοξόος
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
View word page
δορατοθήκη
δορᾰτο-θήκη, ,
A). spear-case, EM 736.29 .


ShortDef

spear-case

Debugging

Headword:
δορατοθήκη
Headword (normalized):
δορατοθήκη
Headword (normalized/stripped):
δορατοθηκη
IDX:
28042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δορᾰτο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spear-case,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 736.29 </span>.</div> </div><br><br>'}