Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά1
δορά2
δοράζει
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοξόος
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορεύς
View word page
δοράζει
δοράζει· κολάζει, EM 284.15 ; but λογχάζει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοράζει
Headword (normalized):
δοράζει
Headword (normalized/stripped):
δοραζει
IDX:
28037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοράζει·</span> <span class="foreign greek">κολάζει,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:284:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:284.15/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 284.15 </a>; but <span class="foreign greek">λογχάζει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}