Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά1
δορά2
δοράζει
View word page
δοξοπαιδευτικός
δοξο-παιδευτικός, , όν,
A). having the semblance of education, τέχνη ib. 223b .


ShortDef

having the semblance of education

Debugging

Headword:
δοξοπαιδευτικός
Headword (normalized):
δοξοπαιδευτικός
Headword (normalized/stripped):
δοξοπαιδευτικος
IDX:
28027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοξο-παιδευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having the semblance of education,</span> <span class="foreign greek">τέχνη</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg007.perseus-grc1:223b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg007.perseus-grc1:223b/canonical-url/"> 223b </a>.</div> </div><br><br>'}