Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξοκαλία
δοξοκομπέω
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
View word page
δοξοματαιόσοφος
δοξο-μᾰταιόσοφος, ον,
A). would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1 .


ShortDef

a would-be philosopher

Debugging

Headword:
δοξοματαιόσοφος
Headword (normalized):
δοξοματαιόσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοξοματαιοσοφος
IDX:
28024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοξο-μᾰταιόσοφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">would-be philosopher,</span> Epigr. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1392.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1392.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hegesand.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}