Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξαστός
δόξις
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκομπέω
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
View word page
δοξομανέω
δοξο-μᾰνέω,
A). to be mad after fame, Ph. 1.550 .


ShortDef

to be mad after fame

Debugging

Headword:
δοξομανέω
Headword (normalized):
δοξομανέω
Headword (normalized/stripped):
δοξομανεω
IDX:
28021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοξο-μᾰνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be mad after fame,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:550" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.550/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.550 </a>.</div> </div><br><br>'}